διάνα

διάνα
Θεά των Λατίνων, αντίστοιχη με την Άρτεμη των αρχαίων Ελλήνων. Ήταν κόρη του Δία και αδελφή του Απόλλωνα. Το πιο γνωστό λατρευτικό της κέντρο, όπου λατρευόταν μαζί με έναν μυστηριώδη θεό ή ήρωα, τον Βίρμπιο, βρισκόταν στους πρόποδες του Αλβανού όρους (το σημερινό Μόντε Κάβο), στη βόρεια όχθη της λίμνης Νέμι, μέσα σε ένα ιερό άλσος. Από τη γειτονική πόλη Αρικία είχε πάρει την προσωνυμία Αρικίνα. Ο ιερέας της που ιερουργούσε εκεί λεγόταν βασιλιάς του δάσους (rex nemorensis) και έπρεπε να κατάγεται οπωσδήποτε από την τάξη των δούλων: έπαιρνε το αξίωμά του αφού προκαλούσε σε αγώνα και σκότωνε τελετουργικά τον προκάτοχό του. Πρόκειται για ένα περίεργο έθιμο που όμοιό του δεν υπάρχει σε ολόκληρη την κλασική αρχαιότητα. Είναι, χωρίς αμφιβολία, ένα πρωτόγονο έθιμο που κατάγεται από την προϊστορική εποχή και διατηρήθηκε έως τους αυτοκρατορικούς χρόνους. H Δ. ήταν από τις κύριες θεότητες της oμοσπονδίας των λατινικών πόλεων, που λατρευόταν σε κοινές γιορτές. Όταν η Ρώμη εδραίωσε την κυριαρχία της στο Λάτιο, οικειοποιήθηκε τη λατρεία της ιδρύοντας έναν ναό της θεάς στον Αβεντίνο λόφο. Η παράδοση τοποθετεί το γεγονός αυτό στη βασιλεία του Σέρβιου Τύλιου. Στον ναό της Δ. nemorensis λατρευόταν επίσης και η Ηγερία, προστάτιδα των τοκετών, την οποία επικαλούνταν οι γυναίκες που, με την ευκαιρία της γιορτής της Δ. τον Αύγουστο, τελούσαν νυχτερινό προσκύνημα στο ιερό του Νέμι. Στους τοίχους και στους κίονες του ναού, καθώς και στα δέντρα του ιερού άλσους, ήταν κρεμασμένα κεντήματα, αναθηματικοί πίνακες και άλλα αφιερώματα στη θεά. Η Δ. λατρευόταν ιδιαίτερα από τους δούλους, από τους οποίους εκλεγόταν και o ιερέας της θεάς. Σχετιζόταν, επίσης, και με τη σελήνη (ονομαζόταν Τρίμορφη, προσωνυμία που παρέπεμπε στις σεληνιακές φάσεις) και προστάτευε τα σταυροδρόμια –επονομαζόταν και Τριοδίτις (Trivia)– και τις μαγικές πράξεις. Ορισμένες από τις ιδιότητές της δεν είναι λατινικές, αλλά πιθανώς προέρχονται από την ταύτισή της με την Άρτεμη. Η Διάνα ήταν μία από τις σημαντικότερες θεές των Λατίνων (Μουσείο του Καπιτωλίου, Ρώμη· φωτ. Igda).
* * *
(I)
η
1. εύστοχη βολή
2. εγερτήριο σάλπισμα
3. φρ. «πέτυχες διάνα» — για σωστή πρόβλεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. diana].
————————
(II)
η
βλ. διάνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διάνα — η (λ. ιταλ.), ακρίβεια στη σκόπευση, επιτυχία: Τα λόγια του πέτυχαν διάνα το σκοπό τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάνας — διάνᾱς , διανάω flow through imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) διάνᾱς , διανάω flow through imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανάσθητι — διανά̱σθητι , διά , ἀνά ἥδομαι swad aor imperat pass 2nd sg (doric) διά ἀνάζω aor imperat pass 2nd sg διά ναίω 1 dwell aor imperat pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste D'entreprises Grecques — Participez au projet entreprises La liste ci dessous ne pouvant regrouper l ensemble des entreprises grecques, elle propose de rassembler les grandes entreprises (plus de 250 employés) ou encore les PME dont la notoriété est incontestable. Vous… …   Wikipédia en Français

  • Liste d'entreprises grecques — La liste ci dessous ne pouvant regrouper l ensemble des entreprises grecques, elle propose de rassembler les grandes entreprises (plus de 250 employés) ou encore les PME dont la notoriété est incontestable. Vous pouvez compléter la liste… …   Wikipédia en Français

  • Diana (agricultural machinery) — Diana light truck with cross country capability (1979) Diana V3 12 hp light tractor with …   Wikipedia

  • διάνος — ο (θηλ. διάνα, η) [ινδιάνος] κοινή ονομασία τού οικόσιτου πουλιού γάλος …   Dictionary of Greek

  • χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» …   Dictionary of Greek

  • φίρμα — η (λ. ιταλ.), επωνυμία εμπορικής επιχείρησης, εμπορικού οίκου, βιομηχανίας κτό: Το κατάστημα Βασιλακίδη έχει τη φίρμα «Διάνα» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”